- πρῳραχθής
- πρῳρ-αχθής, ές,A laden at the prow: metaph., bowed forwards, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωραχθής — ές, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. ο φορτωμένος στην πλευρά τής πρώρας 2. μτφ. (για γέροντα) αυτός που παρουσιάζει κλίση προς τα εμπρός, καμπούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ανδρ αχθής] … Dictionary of Greek
άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… … Dictionary of Greek